Ο Έβενος ήταν ξαπλωμένος πάνω σε ξερά φύλλα, στο δάσος … θαύμαζε με την άκρη του ματιού του τις πεταλούδες που πετούσαν από λουλούδι σε λουλούδι και συλλογιζόταν το πόσο άδικη ήταν η φύση με τα πλάσματα της. Ναι, οι πεταλούδες πετούσαν ελεύθερες, και ήταν τόσο όμορφες και όλοι τις αγαπούσαν και τις θαύμαζαν.
Αυτός να πολεμήσει τον άλλο του εαυτό, αυτόν τον λύκο που σε κάθε πανσέληνο έπαιρνε τον έλεγχο του κορμιού του και τον ωθούσε σε πράξεις αποτρόπαιες… και τι έφταιγε αυτός σε αυτήν την ιστορία…
Το μυαλό του πήγε στον πατέρα του, τον υπεύθυνο για όλα όσα του συνέβαιναν. Οι γονείς του ήταν οι ποιο αγαπημένοι άνθρωποι του κόσμου, τόσο που η θεά του έρωτα που για να τους τιμωρήσει μετέτρεψε τον μονάκριβο γιο τους σε λυκάνθρωπο. Οι γονείς του μη αντέχοντας στην θέα του γιου τους να μεγαλώνει σαν λύκος αυτοκτόνησαν, μήπως και η θεά λυπηθεί το γιο τους. Αλλά αυτή όχι μόνο δεν εκτέλεσε την τελευταία επιθυμία τους, αλλά ανέθεσε στον Έβενο να σκοτώσει τον λυκάνθρωπο που τόλμησε να της ζητήσει να τον μετατρέψει σε κανονικό άνθρωπο.
Μα ήταν άδικο. Ο ίδιος ο Έβενος μεγάλωσε μόνος του στο δάσος. Έβρισκε την τροφή του μόνος του. Από μικρό παιδί είχε να συναντήσει ύπαρξη ανθρώπινη, ή έστω παραπλήσια.